- μαχαιροποιείον
- μαχαιροποιεῑον, τὸ (Α) [μαχαιροποιός]εργαστήριο κατασκευής μαχαιριών («τὸ δὲ μαχαιροποιεῑον οὐκ ἔλαττον ἢ τοσοῡτον ἕτερον», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαχαιροποιεῖον — cutler s factory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)